ἠερόφωνος

ἠερόφωνος
ἠερό-φωνος, ον,
A sounding through air, loud-voiced,

κήρυκες Il.18.505

(s.v.l., ἱεροφώνων cj. Ahrens);

γέρανοι Opp.H.1.621

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἠεροφώνους — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροφώνων — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠερόφωνοι — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”